- ιαμεναί
- ἰαμεναί, αἱ (Α)ειαμεναί*. λιβάδια με άφθονη βλάστηση σε τόπους υγρούς, κοντά σε βάλτους.[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ιαμεναί όσο και ο τ. ίαμνοι είναι διαφορετικές γραφές τού ειαμενή, -αί και άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένη μτχ. (πρβλ. δεξαμενή)].
Dictionary of Greek. 2013.